Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει προκαλέσει ανάμεικτα συναισθήματα στην διεθνή κοινότητα του φρουτεμπορίου. Με δεδομένες τις πολιτικές που είχε εφαρμόσει κατά την προηγούμενη θητεία του, οι επιχειρήσεις του κλάδου εστιάζουν σε δύο βασικούς παράγοντες: το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό και τους δασμούς. Και μπορεί οι οποίες εξελίξεις στη μεταναστευτική πολιτική να επηρεάσουν μονάχα τις εταιρείες φρούτων και λαχανικών εντός ΗΠΑ, αλλά οι ενδεχόμενες δραστικές αλλαγές στη δασμολογική πολιτική (ή άλλα μέτρα προστατευτισμού που μπορεί να μηχανευτεί η νέα κυβέρνηση Τραμπ), μπορεί να ξεκλειδώσουν τέτοιες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο που, με απλά λόγια, μπορεί να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Τα πρώτα γρυλίσματα και τα πρώτα χτυπήματα
Η παρένθεση που θέσαμε στην προηγούμενη παράγραφο δεν μπήκε τυχαία: Αναφέρεται στον ξαφνικό αποκλεισμό των ισπανικών πιπεριών από την αγορά των ΗΠΑ, μόλις λίγες μέρες πριν ο Τραμπ ορκιστεί εκ νέου πρόεδρος, με τεχνικά προσχήματα και μόλις λίγους μήνες μετά την επαναποδοχή των εισαγωγών τους. Οι συνέπειες στην ευρωπαϊκή αγορά πιπεριάς από αυτήν την κίνηση αναλύονται σε σχετικό άρθρο στο τεύχος 313 των Φρουτονέων που θα λάβετε σε λίγες ημέρες στα χέρια σας, όμως ο «ξαφνικός θάνατος» που επιβλήθηκε σε ένα ανύποπτο προϊόν μίας φιλικής προς τις ΗΠΑ χώρας όπως η Ισπανία (σε άλλες χώρες και άλλα προϊόντα έστρεφε τα βέλη εμπορικού προστατευτισμού ο Τραμπ πριν την εκλογή του), δείχνει πως ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ μάλλον δεν αστειεύεται. Ίσως, μάλιστα, όχι απλά θέλει να αλλάξει το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας του, αλλά με την επιβολή δασμών σε αγροτικά προϊόντα φιλικά διακείμενων χωρών προς τις ΗΠΑ, επιδιώκει να τους περάσει και κάποια μηνύματα συμμόρφωσης και για άλλα ζητήματα, στα οποία αυτές οι χώρες δυσκολεύονται να συμμορφωθούν –ζητήματα πιο γεωπολιτικά…
Κατά τα λοιπά, πριν λίγο καιρό ο Τραμπ είχε δηλώσει πως θα επιβάλει δασμούς 25% σε όλα τα προϊόντα που προέρχονται από το Μεξικό και τον Καναδά, και επιπλέον δασμούς 10% στην Κίνα. Σημειώνουμε πως το 2022, το Μεξικό προμήθευσε το 51% των αμερικανικών εισαγωγών φρέσκων φρούτων και το 69% των εισαγωγών λαχανικών σε όρους αξίας. Την ίδια χρονιά, ο Καναδάς προμήθευσε το 2% των εισαγωγών φρέσκων φρούτων και το 20% των εισαγωγών φρέσκων λαχανικών στις ΗΠΑ.
Αν το γαϊτανάκι ξεκινήσει… πού θα σταματήσει;
Όμως, γιατί στέκονται με ανάμεικτα συναισθήματα απέναντι σε όλα αυτά, οι Αμερικανοί διακινητές φρούτων και λαχανικών; Πολύ απλά, επειδή μπορεί από τη μία πλευρά αυτές οι κινήσεις προστατευτισμού να δημιουργούν πιο θετικές προοπτικές για την κατανάλωση των αμερικανικών φρούτων και λαχανικών στην εγχώρια αγορά, αλλά από την άλλη πλευρά ίσως να πυροδοτήσουν αντίστοιχα μέτρα προστατευτισμού προς αμερικανικά προϊόντα από τις δασμολογούμενες χώρες, που μπορεί να έχουν και πιο διευρυμένο χαρακτήρα, στη λογική των αυξημένων αντιποίνων. Οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών αποτελούν σημαντικό μέρος της αμερικανικής αγροτικής οικονομίας, με βασικούς πελάτες χώρες όπως ο Καναδάς, το Μεξικό και η Κίνα. Κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, οι Αμερικανοί παραγωγοί φρούτων είδαν τη ζήτηση να μειώνεται, ενώ οι ανταγωνιστές από άλλες χώρες εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να ενισχύσουν τη δική τους παρουσία σε διάφορες χώρες, όπως συνέβη στην Ινδία με τα μήλα. Επίσης, πέρα από τις εξαγωγές, οι δασμοί επηρεάζουν και τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων. Πολλές επιχειρήσεις βασίζονται σε πρώτες ύλες ή προϊόντα από το εξωτερικό, όπως φυτοφάρμακα και λιπάσματα, τα οποία μπορεί να γίνουν ακριβότερα λόγω δασμών. Αυτό οδηγεί σε αύξηση του κόστους παραγωγής, το οποίο εντέλει μετακυλίεται στους καταναλωτές των ΗΠΑ.
Ωστόσο, όπως φαίνεται το θέμα έχει δυνητικά πολύ διευρυμένες διεθνείς διαστάσεις. Προφανώς δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε πόσο μακριά μπορεί να πάει όλο αυτό το γαϊτανάκι, που μόλις ξεκίνησε με τον ξαφνικό θάνατο των ισπανικών πιπεριών –οι οποίες ενδεχομένως ακολουθηθούν από τα μεξικανικά αβοκάντο-, που αναπόφευκτα θα ψάξουν χώρο στην Ευρώπη. Ωστόσο, μόνο διάλυση μπορεί να προκληθεί στις διεθνείς και περιφερειακές εμπορικές ισορροπίες, αν η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
Το θέμα του εργατικού δυναμικού
Η αμερικανική αγροτική βιομηχανία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εργαζόμενους μεταναστευτικής προέλευσης, ιδιαίτερα για εποχικές εργασίες όπως η συγκομιδή φρούτων και λαχανικών. Κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ, η αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, καθώς και η εντατικοποίηση των ελέγχων, δημιούργησαν σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Μάλιστα, οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να αφήσουν μέρος της σοδειάς τους να σαπίσει στα χωράφια, αδυνατώντας να καλύψουν τις ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό.
Με την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, οι παραγωγοί εκφράζουν φόβους ότι οι συνθήκες αυτές μπορεί να επαναληφθούν. Πολλές επιχειρήσεις ζητούν μία πιο ισορροπημένη προσέγγιση, με την εφαρμογή προγραμμάτων βίζας για εποχιακούς εργαζόμενους (όπως το πρόγραμμα H-2A), σε συνδυασμό με λιγότερο γραφειοκρατικές διαδικασίες. Με τη σειρά τους, οι αγρότες υποστηρίζουν πως η διατήρηση ενός σταθερού και αξιόπιστου εργατικού δυναμικού είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του κλάδου.
Οι παραγωγοί επισημαίνουν επίσης την ανάγκη για καλύτερη συνεργασία με τις τοπικές κυβερνήσεις και τις αρχές μετανάστευσης. Πολλοί ελπίζουν ότι η νέα διοίκηση θα λάβει υπόψη τις επιπτώσεις της προηγούμενης πολιτικής στον αγροτικό τομέα και θα προχωρήσει σε πιο ρεαλιστικές λύσεις, που θα εξασφαλίζουν την ασφάλεια των συνόρων, χωρίς να απειλούν τη βιωσιμότητα των αγροτικών επιχειρήσεων.