Ακολουθεί ανακοίνωση σχετικά με τις εισαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών του 1ου πενταμήνου του 2025 από τον ειδικό σύμβουλο της Incofruit Hellas, κ. Γιώργο Πολυχρονάκη:
Μετά τη σταθερότητα-μείωση των εισαγωγών που παρατηρήθηκε τον Απρίλιο, με -3,56% σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2024, οι εισαγωγές, βάσει προσωρινών στοιχείων, κατά τη διάρκεια του Μαΐου αυξήθηκαν κατά +13% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024.
Με βάση τα ίδια, προσωρινά, στοιχεία, εκτιμάται ότι οι εισαγωγές συνεχίστηκαν και το α’ πεντάμηνο του 2025, καταγράφοντας συνολικά 381.511 χιλ. τόνους φρούτων και λαχανικών, έναντι 383.336 χιλ. τόνων το αντίστοιχο διάστημα του 2024, παρουσιάζοντας ελαφρά μείωση κατά -0,48%. Αναλυτικά, οι εισαγωγές του πενταμήνου για τα κυριότερα προϊόντα παρατίθενται:
α) Πατάτες: 181.234 τόνοι έναντι 195.591 το 2024 (-7,3%), προερχόμενες κυρίως από Αίγυπτο (75,7%), Γαλλία, Κύπρο και Ολλανδία.
β) Μπανάνες: 132.233 τόνοι έναντι 117.548 το 2024 (+12,49%), με κύρια προέλευση τον Ισημερινό (92,7%) και ακολουθούν Κόστα Ρίκα, Κολομβία κ.ά.
γ) Κρεμμύδια: 9.365 τόνοι έναντι 8.241 το 2024 (+13,64%), κυρίως από Αυστρία (32,6%), Ολλανδία, Ινδία, Αίγυπτο κ.ά.
δ) Τομάτες: 1.657 τόνοι έναντι 1.392 το 2024 (+19,04%), προερχόμενες από Γερμανία, Τουρκία και Ολλανδία.
ε) Πιπεριές/γλυκοπιπεριές: 2.213 τόνοι έναντι 1.617 το 2024 (+36,86%), από Ισραήλ (49,8%), Ολλανδία, Ισπανία κ.ά.
ζ) Μήλα: 6.481 τόνοι έναντι 11.893 το 2024 (-45,5%), από Ιταλία (34,2%), Πολωνία, Βόρεια Μακεδονία κ.ά.
η) Αβοκάντο: 2.722 τόνοι έναντι 2.813 το 2024 (-3,23%), από Ολλανδία (68,7%), Ισραήλ, Ισπανία, Κύπρο κ.ά.
θ) Μανταρίνια: 1.184 τόνοι έναντι 1.041 το 2024 (+11,6%), από Ισραήλ (42,4%), Κύπρο, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ά.
ι) Πορτοκάλια: 1.812 τόνοι έναντι 2.376 το 2024 (-13,746%), κυρίως από Αίγυπτο (1.771 τόνοι), με αρκετά να δηλώνονται ως προερχόμενα από Βουλγαρία και Ρουμανία, χώρες που δεν παράγουν εσπεριδοειδή. Ακολουθούν Γαλλία και Κύπρος.
ια) Λεμόνια: 3.558 τόνοι έναντι 4.270 το 2024 (-20%), κυρίως από Ολλανδία (64,9%), Ιταλία, Τουρκία κ.ά.
ιβ) Αχλάδια: 3.080 τόνοι έναντι 3.700 το 2024 (-16,76%), κυρίως από Αργεντινή (23,4%), Ολλανδία, Νότια Αφρική κ.ά.
ιγ) Μανιτάρια: 5.977 τόνοι έναντι 5.961 το 2024 (+0,27%), κυρίως από Πολωνία (97,4%), Ιταλία, Ολλανδία κ.ά.


Εκτός των παραπάνω, εισήχθησαν και άλλα φρούτα και λαχανικά όπως: κολοκυθάκια (Τουρκία), κουνουπίδια (Ιταλία, Βουλγαρία), καρότα (Ολλανδία, Βέλγιο), σκόρδα (Ιταλία, Ισπανία), μαρούλια (Αίγυπτος), ραπανάκια (Ιταλία), μάραθος (Ιταλία), καρπούζια (Ολλανδία, Ισπανία), πεπόνια (Ολλανδία, Αίγυπτος), μάνγκο (Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία), νεκταρίνια (Ισπανία) κ.ά.
Η συνεχής αύξηση των εισαγωγών νωπών φρούτων και λαχανικών καταδεικνύει την ενίσχυση του ξένου ανταγωνισμού, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις λοιπές αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αυξημένη ροή εισαγωγών από τρίτες χώρες οφείλεται στις υφιστάμενες αποκλίσεις σε θέματα εργασιακά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά κ.ά., μεταξύ των κοινοτικών και των μη κοινοτικών παραγωγών. Οι διαφορές αυτές ενισχύουν τις εισαγωγές στην ΕΕ και στη χώρα μας.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η εισαγωγή φρούτων και λαχανικών που παράγονται ήδη στην Ελλάδα, σε ποσότητες ικανές να καλύψουν πλήρως την εγχώρια ζήτηση, ενώ πολλές φορές περισσεύουν και εξάγονται, σημειώνοντας ρεκόρ σε ποσότητες και αξίες. Δικαιολογημένες είναι ίσως μόνο οι εισαγωγές τροπικών προϊόντων που δεν παράγονται στη χώρα.
Η απόκλιση στα φυτοϋγειονομικά, εργασιακά και κοινωνικά πρότυπα μεταξύ της ΕΕ και των τρίτων χωρών καθιστά τους παραγωγούς στα κράτη-μέλη ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστικούς.
Είναι αναγκαίο τα εισαγόμενα φρούτα και λαχανικά από τρίτες χώρες να πληρούν τις ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές με εκείνες που απαιτούνται για τους παραγωγούς της ΕΕ, τόσο σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εργασίας όσο και τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Επιπλέον, οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές πρέπει να διενεργούν αυστηρούς ελέγχους για την τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών ποιότητας και την απουσία υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα εισαγόμενα προϊόντα, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν «ελληνοποιούνται».
Ανάλογοι έλεγχοι πρέπει να πραγματοποιούνται και στα αποστελλόμενα/εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα, για τη διασφάλιση της φήμης τους, γεγονός που θα συμβάλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών.