spot_img
spot_img

Incofruit Hellas: Εισαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών έως Σεπτέμβρη 2025

Ακολουθεί ανακοίνωση σχετικά με τις εισαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών έως τον Σεπτέμβρη 2025 από τον ειδικό σύμβουλο της Incofruit Hellas, κ. Γιώργο Πολυχρονάκη:

Τον Σεπτέμβριο οι εισαγωγές, με βάση προσωρινά στοιχεία για το 2025, εκτοξεύθηκαν εντυπωσιακά κατά +10,92%, φτάνοντας τους 52.723 τόνους, έναντι 47.533 του Σεπτεμβρίου 2024.

Με βάση τα ίδια προσωρινά στοιχεία*, εκτιμάται ότι οι εισαγωγές συνεχίστηκαν με αυξημένους ρυθμούς, με το α’ εννιάμηνο του 2025 να καταγράφει συνολικά 577.245 χιλ. τόνους, έναντι 551.699 χιλ. τόνων το αντίστοιχο διάστημα του 2024 – αύξηση της τάξης του 4,63%.

Αναλυτικά, σύμφωνα με τα κυριότερα προϊόντα και την κατανομή κατά χώρα (βάσει στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ, Αύγουστος 2025), οι εισαγωγές παρατίθενται ως εξής:

  • Πατάτες: 196.941 τόνοι έναντι 209.781 το 2024 (-6,12%), προερχόμενες από Αίγυπτο (78%), Κύπρο, Γαλλία κ.ά.
  • Μπανάνες: 221.902 τόνοι έναντι 183.167 το 2024 (+21,15%), προερχόμενες από Ισημερινό (93,5%), Κόστα Ρίκα, Κολομβία κ.ά., με μέρος τους να επανεξάγεται κυρίως προς γειτονικές χώρες.
  • Κρεμμύδια: 10.108 τόνοι, έναντι 8.525 πέρυσι (+18,57%), προερχόμενα από Αυστρία (33%), Ολλανδία, Αίγυπτο κ.ά.
  • Τομάτες: 14.301 τόνοι, έναντι 21.808 τ. το 2024 (-34,42%), εκ των οποίων το 41% από Τουρκία και οι υπόλοιπες από Πολωνία, Ολλανδία κ.ά. Μέρος τους επανεξήχθη.
  • Πιπεριές/γλυκοπιπεριές: 5.466 τόνοι, έναντι 5.926 τ. το 2024 (-7,76%), προερχόμενες από Ολλανδία (51%), Ισραήλ, Τουρκία κ.ά.
  • Μήλα: 12.026 τόνοι, έναντι 12.618 πέρυσι (-4,7%), προερχόμενα από Ιταλία (38%), Πολωνία, Βόρεια Μακεδονία κ.ά.
  • Αβοκάντο: 7.522 τόνοι, έναντι 6.926 πέρυσι (+8,6%), προερχόμενα από Ολλανδία (78%), Ισραήλ, Περού κ.ά.
  • Ακτινίδια: 2.322 τόνοι, έναντι 2.979 πέρυσι (-22,05%), προερχόμενα από Ιταλία (47%), Χιλή, Ολλανδία κ.ά.

Εντύπωση προκαλεί η εισαγωγή ακτινιδίων από Ρουμανία και Βουλγαρία, χώρες που δεν παράγουν – πιθανώς πρόκειται για επιστροφές εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων. Εφόσον πρόκειται για επιστροφές, θεωρείται ότι η τύχη τους τελεί υπό τον έλεγχο των αρμόδιων Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ.

  • Πορτοκάλια: 3.317 τόνοι, έναντι 4.169 πέρυσι (-20,44%), κυρίως από Αίγυπτο (31%), Ιταλία, χώρες της Β. Αφρικής κ.ά.
  • Λεμόνια: 28.339 τόνοι, έναντι 26.592 πέρυσι (+6,57%), προερχόμενα από Αργεντινή (52%), Ν. Αφρική, Ολλανδία κ.ά.
  • Μανιτάρια: 11.038 τόνοι, έναντι 10.793 πέρυσι (+2,27%), προερχόμενα από Πολωνία (98%), Ολλανδία, Ιταλία κ.ά.
  • Καρπούζια: 578 τόνοι, έναντι 1.129 πέρσι (-48,8%), προερχόμενα από Γερμανία (30%), Τσεχία, Ολλανδία κ.ά.
  • Μαρούλια: 5.334 τόνοι, έναντι 6.212 πέρυσι (-14,14%), προερχόμενα από Ολλανδία (17%), Αίγυπτο, Ισπανία κ.ά.

Εκτός των παραπάνω, εισήχθησαν και άλλα φρούτα και λαχανικά όπως κολοκυθάκια, καρότα, λάχανα, μελιτζάνες, ακόμη και ραπανάκια.

Η παρατηρούμενη εισαγωγή και επανεξαγωγή νωπών οπωροκηπευτικών, με ενδεχόμενη “ελληνοποίησή” τους, επιβάλλει την αυστηρή επιτήρηση και έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου, ώστε να μην πληγεί η φήμη των ελληνικών φρούτων και λαχανικών.

Επ’ ευκαιρία των προβλημάτων στην κτηνοτροφία μας που προέκυψαν από τις εισαγωγές, απευθύνουμε έκκληση για εντατικοποίηση των ελέγχων στα κυκλοφορούντα αλλοδαπά οχήματα στους ελληνικούς αγρούς, που αγοράζουν «ατυποποίητα» νωπά φρούτα και λαχανικά – ιδίως ακτινίδια – σε απαγορευμένα μέσα συσκευασίας (bins), προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση της ασθένειας moria στις ακτινιδιές, ενός προϊόντος που συνεισφέρει πάνω από 306 εκατ. ευρώ ετησίως και έχει αναδείξει τη χώρα μας σε 3η παγκόσμια δύναμη στην εμπορία του.

Παράλληλα, υφίσταται κίνδυνος εισαγωγής της μαύρης κηλίδας στα εσπεριδοειδή από μολυσμένα προϊόντα τρίτων χωρών.

Η έμφαση στην εγχώρια παραγωγή, η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ιδιαιτερότητα της ποιότητας είναι η ορθή στρατηγική κατεύθυνση.

Η αύξηση στις εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών καταδεικνύει τη συνεχή ενίσχυση του ξένου ανταγωνισμού, τόσο στην ελληνική όσο και στις λοιπές κοινοτικές αγορές.

Ανησυχητικός είναι ο δυναμισμός των εισαγωγών σε περιόδους που συμπίπτουν πλήρως με την ελληνική παραγωγή. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που μειώνει την ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, καθιστώντας τις εισαγωγές πιο ελκυστικές.

Οι αυξημένες εισαγωγές της Ε.Ε. από τρίτες χώρες οφείλονται στις υπάρχουσες αποκλίσεις σε εργασιακά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά κ.ά. θέματα μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών παραγωγών. Αυτό οδηγεί στη συνεχή ανάπτυξη των εισαγωγών τόσο στις ευρωπαϊκές όσο και στις εθνικές αγορές.

spot_img

Διαβάστε επίσης

Σχετικά Άρθρα

spot_img