Τη στήριξή του στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1009/2019, εκφράζει ο Σύνδεσμος Παραγώγων και Εμπόρων Λιπασμάτων, τονίζοντας την ανάγκη για σημαντικές αλλαγές σε επτά βασικούς τομείς. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην απλοποίηση των διαδικασιών εισαγωγής νέων μικροοργανισμών, αλλά και στη σαφή οριοθέτηση των ευθυνών μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών και των παρασκευαστών, προκειμένου να διευκολυνθεί η συμμόρφωση και η λειτουργία της αγοράς.
Ακολουθεί αναλυτικά η ανακοίνωση του Συνδέσμου Παραγώγων και Εμπόρων Λιπασμάτων:
Την Παρασκευή 19/09 ο ΣΠΕΛ κατέθεσε στην ΕΕ τις θέσεις του στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης του Ευρωπαϊκού Κανονισμού κυκλοφορίας των Προϊόντων Λίπανσης (Καν. 1009/2019).
Μέσω ενός αναλυτικού ερωτηματολόγιου της ΕΕ είχαμε την ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε μια ολιστική αξιολόγηση του Κανονισμού και να εκφράσουμε τις ανάγκες της αγοράς, όπως αποτυπώθηκαν από τα Μέλη του ΣΠΕΛ.
Ο Καν. 1009/2019 σηματοδότησε μια σημαντική τομή στο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο των προϊόντων λίπανσης.
- Επιτρέπει την προαιρετική εφαρμογή του, δυνατότητα που υποστηρίζουμε να διατηρηθεί
- διευρύνει το πλαίσιο των προϊόντων λίπανσης (ΠΛ) που καλύπτει,
- θέτει νέες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης
- εντάσσει στα ΠΛ τους βιοδιεγέρτες φυτών
Αυτό το νέο πλαίσιο, αν και άνοιξε τον δρόμο για καινοτομία και ανάπτυξη, στην πράξη, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του, παραμένουν πολλές προκλήσεις.
- Δυσανάλογο κόστος (οικονομικό και διοικητικό) σε σχέση με την προστιθέμενη αξία του
- Ανάγκη για τροποποίηση των Διαδικασιών Συμμόρφωσης, στο πνεύμα του Simplification της ΕΕ
- Έκδοση προτύπων τεχνικών φακέλων & μεθοδολογιών ανάλυσης χωρίς πρόσθετο κόστος
- Απλοποίηση των διαδικασιών εισαγωγής νέων μικροοργανισμών
- Κατάργηση του REACH+
- Οριοθέτηση των επιπέδων ευθύνης μεταξύ κοινοποιημένων οργανισμών και παρασκευαστή
- Δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού πλαισίου εποπτείας της αγοράς στα ΚΜ
Με την παρέμβασή του, ο ΣΠΕΛ, καλεί την ΕΕ σε μια αναθεώρηση που θα διασφαλίζει την καινοτομία, την ασφάλεια, αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής και ευρωπαϊκής γεωργίας.