spot_img

Δεν πρέπει να πάμε “από το αγρόκτημα στο πιάτο” αλλά το αντίστροφο

Για το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το ευρωπαϊκό εμπόριο φρέσκων φρούτων και λαχανικών μιλάει στα Φρουτονέα ο κ. Philippe Binard, Γενικός Εκπρόσωπος της Freshfel Europe, αναφερόμενος σε ζητήματα logistics, εργατικού δυναμικού, ακρίβειας, ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών με εισαγόμενα προϊόντα, αλλά και εξηγώντας γλαφυρά την άποψη της Freshfel για τις προτεραιότητες που πρέπει να θέσει η ευρωπαϊκή γεωργία.

Philippe Binard,
Γενικός Εκπρόσωπος της Freshfel Europe

Κύριε Binard, η πανδημία συνεχίζει να επηρεάζει με κάποιον τρόπο την ομαλή εμπορία των ευρωπαϊκών φρούτων και λαχανικών;

Η πανδημία δεν έχει τελειώσει! Στα μέσα Νοεμβρίου γίναμε μάρτυρες νέων εγκλεισμών, εργασίας από το σπίτι και περαιτέρω συζητήσεων για μάσκες και τον εμβολιασμούς. Όσον αφορά τα φρέσκα προϊόντα, ακριβώς στην αρχή της πανδημίας τα φρούτα και τα λαχανικά προσδιορίστηκαν ως προϊόντα πρώτης ανάγκης. Ο κλάδος έδειξε την ανθεκτικότητά του και παρά τις πολυάριθμες δυσκολίες δεν καταγράφηκε σχεδόν καμία διαταραχή στο λιανικό εμπόριο. Ωστόσο, το lock down οδήγησε σε σοβαρή αναστάτωση για αρκετούς προμηθευτές στον τομέα των υπηρεσιών εστίασης.

Συνολικά πάντως, πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας ο κλάδος κατάφερε να εξασφαλίσει την προσφορά εγκαίρως, όπου οι καταναλωτές έστρεψαν τη διατροφή τους σε πιο υγιεινές επιλογές για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού τους. Ο κλάδος επέδειξε πλήρως την ανθεκτικότητά του, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις προκλήσεις σχετικά με το εργατικό δυναμικό, ιδίως τους εποχικούς εργαζομένους, την αντιμετώπιση του προσωρινού αποκλεισμού των συνόρων και άλλων περιορισμών της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετά σημάδια στρέβλωσης, μεταξύ άλλων στο παγκόσμιο εμπόριο των εμπορευματοκιβωτίων, που οδηγεί σε αύξηση του κόστους. Η πανδημία του COVID εξακολουθεί να προξενεί επιπτώσεις στους ελέγχους συσκευασίας και τροφίμων σε διάφορες χώρες, όπως στην Κίνα, ή αρκετές καθυστερήσεις όσον αφορά τον έλεγχο και τους ελέγχους που σχετίζονται με φυτοϋγειονομικά θέματα. Οπότε απέχουμε ακόμα πολύ από το “business as usual”.

Είναι γεγονός ότι υπάρχει τρομερή έλλειψη εργατών γης σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.. Μπορεί η Ε.Ε. να κάνει κάτι για να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Επίσης, τι προβλήματα θα δημιουργηθούν στην εμπορική ανταγωνιστικότητα των διαφόρων ευρωπαϊκών φρούτων μέχρι να λυθεί το θέμα του εργατικού δυναμικού;

Η έλλειψη εργατικού δυναμικού ήταν ένα από τα πρώτα σημεία ανησυχίας του κλάδου μετά το ξέσπασμα της πανδημίας την άνοιξη του 2020. Η κινητικότητα αποκαταστάθηκε, αλλά οι εποχικοί εργαζόμενοι σταδιακά εξέφραζαν λιγότερο ενδιαφέρον να μετακομίσουν σε άλλα κράτη μέλη χωρίς να είναι σε θέση να γυρίσουν πίσω. Η Ε.Ε. έδωσε απαραίτητα εχέγγυα, αλλά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε πλήρως και η έλλειψη παραμένει. Υπάρχει επίσης η ανάγκη εξασφάλισης εργαζομένων από γειτονικές της Ε.Ε. χώρες, όπως η Ουκρανία, ή από πιο μακριά, από ασιατικές χώρες και μπορεί η φετινή σοδειά να ήταν η χαμηλότερη σε μια σειρά προϊόντων όπως στα πυρηνόκαρπα, τα μήλα και τα εσπεριδοειδή, αλλά παραμένει βασικό να εξασφαλίσουμε το απαραίτητο εργατικό δυναμικό για την έγκαιρη και ποιοτική διαλογή και συσκευασία των προϊόντων.

Τίθεται επίσης το θέμα του αυξημένου κόστους παραγωγής και μεταφοράς προϊόντων, που αφορά όλα τα οπωροκηπευτικά που διακινούνται στις αγορές της ΕΕ και το οποίο τελικά περνά στον καταναλωτή. Φοβάστε την πτώση της κατανάλωσης; Υπάρχει κάποια εναλλακτική ή κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει για να μην υποφέρουμε από πτώση της κατανάλωσης;

Οι αύξηση των κοστολογίων αποτελεί μάλλον την πρώτιστη ανησυχία. Αύξηση του κόστους ενέργειας, αύξηση του κόστους logistics, αύξηση του κόστους συσκευασίας, αύξηση του κόστους παραγωγής (όπως φυτοπροστατευτικά προϊόντα και λιπάσματα)… ο κατάλογος είναι μακρύς. Στην αρχή της πανδημίας, οι τιμές στον κρίκο της κατανάλωσης διατηρήθηκαν και το μεγαλύτερο μέρος του πρόσθετου κόστους που σχετίζεται με τα μέτρα ασφαλείας και το κόστος της χερσαίας μεταφοράς έγινε δυνατό να απορροφηθεί.

Σήμερα είναι πιο δύσκολο, καθώς μέρος του κόστους που σχετίζεται με τα μέτρα ασφαλείας εξακολουθεί να υπάρχει και πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό και το αυξημένο κόστος των παραγόντων που αναφέραμε. Ωστόσο, σήμερα, λόγω της οικονομικής κατάστασης, ασκείται μεγαλύτερη πίεση στις τιμές σε επίπεδο καταναλωτή, θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα της αλυσίδας εφοδιασμού και τελικά ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου, η οποία προβαίνει σε νέες επενδύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθει στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης «From farm to fork».

Φοβάστε ότι ο συνδυασμός του αυξημένου κόστους μεταφοράς, της έλλειψης οδηγών φορτηγών και της μη κανονικοποίησης της διαθεσιμότητας εμπορευματοκιβωτίων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές διαταραχές την διακίνηση των φρέσκων φρούτων και λαχανικών; Υπάρχουν ήδη πολλά προβλήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο και εκφράζονται φόβοι και για τη Γερμανία.

Η κατάσταση πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά, καθώς η έλλειψη οδηγών φορτηγών και η μη εξομάλυνση της διαθεσιμότητας των εμπορευματοκιβωτίων μπορεί να διαρκέσουν μερικές εβδομάδες ή και μήνες. Η έκρηξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ευρώπη έχει μετατοπίσει το εργατικό δυναμικό προς ένα άλλο είδος τοπικής διανομής για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες αυτής της έκρηξης. Παρά το κοινό χαρακτηριστικό της διακοπής της εφοδιαστικής στο παγκόσμιο περιβάλλον, η κατάσταση στο εμπόριο μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της υπόλοιπης Ευρώπης έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες. Η πρόσφατη στρέβλωση στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου σχετίζεται μάλλον περισσότερο με τις συνεχιζόμενες συνέπειες του Brexit και τον περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που προηγουμένως εγγυόταν η ένταξή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ιδιαίτερο θέμα είναι οι κανονισμοί της ΕΕ για τις εισαγωγές φρούτων και λαχανικών από χώρες εκτός ΕΕ, που δυσχεραίνουν το εμπόριο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών προϊόντων. Ποιοι είναι οι γενικοί κανονισμοί που προκαλούν αυτή τη δυσκολία;

Αυτή είναι μια ερώτηση με σύνθετη απάντηση! Κατ’ αρχήν, τα προϊόντα που καλλιεργούνται στην ΕΕ και αυτά που εισάγονται στην ΕΕ συμμορφώνονται με τους ίδιους κανόνες όσον αφορά τα πρότυπα εμπορίας, την ασφάλεια (όρια υπολειμμάτων κλπ.), την υγιεινή, τη μεταφορά, την καταναλωτική σήμανση και πολλούς άλλους κανόνες. Υπάρχουν επίσης κανόνες φυτό-υγείας με παρακολούθηση των παρασίτων καραντίνας κατά την εισαγωγή. Τα προϊόντα που εισάγονται στην ΕΕ υπόκεινται σε ελέγχους στο πλαίσιο του RASFF (Σύστημα Ταχείας Προειδοποίησης για την Ασφάλεια των Τροφίμων), όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων και του EUROPHYT/TRACES για την ασφάλεια των φυτών. Αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι όλες οι συνθήκες καλλιέργειας είναι ίδιες, ιδίως όσον αφορά τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Ενδέχεται να προκύψουν αποκλίσεις εντός της ΕΕ καθώς η άδεια χρήσης είναι εθνική. Το φυτοπροστατευτικό προϊόν μπορεί να εγγραφεί για χρήση στην Ισπανία αλλά όχι στην Ελλάδα, ή αντίστροφα. Επιπλέον, κάποια δραστική ουσία μπορεί να μην είναι καθόλου καταχωρισμένη στην ΕΕ, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τρίτη χώρα. Και εδώ μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο!

Μερικές φορές χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη κάτι δεν είναι εγγεγραμμένο σε κάποια τρίτη χώρα όπου εξάγουμε. Αυτές οι καταστάσεις καλύπτονται από τη δυνατότητα καθορισμού «ανοχής εισαγωγής». Αλλά σήμερα, με τη στρατηγική «From farm to fork», η συζήτηση για την αειφορία προχωρά περαιτέρω, καλύπτοντας πολύ περισσότερα θέματα όπως η βιοποικιλότητα, τα θέματα της κυκλικής οικονομίας και άλλα μέτρα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Αυτό οδηγεί σε νέες επενδύσεις στους ώμους της ευρωπαϊκής αλυσίδας εφοδιασμού νωπών προϊόντων, με πρόσθετο κόστος που πιθανώς δεν θα μπορούν να αναλάβουν άλλοι καλλιεργητές εκτός ΕΕ. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων καλλιεργητών και να αυξήσει τον ανταγωνισμό από φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα. Τέλος, δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των προϊόντων διοχετεύεται μέσω μεγάλων αλυσίδων λιανικής που έχουν τα δικά τους ιδιωτικά πρότυπα που ισχύουν για την προμήθεια τους χωρίς διάκριση προέλευσης, είτε προέρχονται από την ΕΕ είτε εισάγονται από τρίτες χώρες.

Η ΕΕ συζητά για το μέλλον των εμπορικών συμφωνιών που έχει συνάψει με αρκετές χώρες από τις οποίες εισάγει φρούτα και λαχανικά. Αναμένετε θετικές εξελίξεις γενικά; Επίσης, ποια είναι η γνώμη της Freshfel για τους κανονισμούς που πρέπει να περιλαμβάνονται σε τέτοιες συμφωνίες;

Η ΕΕ έχει υπογράψει πολλές συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως τη Νορβηγία και την Ελβετία, χώρες των νότιων ακτών της Μεσογείου, όπως το Μαρόκο, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, αλλά και προς τα ανατολικά, όπως με την Ουκρανία και ακόμα μακρύτερα, με τις περισσότερες χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, με την Κεντρική και Λατινική Αμερική. Στην Ασία, είναι ήδη σε ισχύ συμφωνία με τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και το Βιετνάμ, αλλά εξακολουθούν να εκκρεμούν συμφωνίες με την Ταϊλάνδη, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες και πιο μακριά,  με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, εκκρεμούν ακόμη ορισμένα μεταβατικά μέτρα όσον αφορά την πιστοποίηση και τους ελέγχους φυτών, καθώς επίσης και η συμφωνία με τη Βόρεια Ιρλανδία. Πιο κοντά στην Ελλάδα, συνεχίζεται η συζήτηση για την ένταξη με χώρες όπως η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία ή η Σερβία. Από τον τομέα των οπωροκηπευτικών εξακολουθούμε να έχουμε πολλές ανησυχίες σχετικά με την αδυναμία αυτών των συμφωνιών να ξεκλειδώσουν την περίπλοκη διαπραγμάτευση φυτοϋγειονομικών πρωτοκόλλων για τις εξαγωγές μας. Η Freshfel είναι και θα παραμείνει πολύ ενεργή στο άνοιγμα νέων αγορών με βάση τη φιλοσοφία για ταχύτερη και απλούστερη ολοκλήρωση της πρόσβασης στην αγορά. Από την άλλη, και στο πλαίσιο της συζήτησης για την Πράσινη Συμφωνία, η ΕΕ θα ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο την ατζέντα της «βιωσιμότητας» σε αυτές τις διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού και περισσότερων συνεργειών σε θέματα παγκόσμιας προσέγγισης, όπως η κλιματική αλλαγή.

Τέλος, αναφερθήκατε αρκετές φορές στη στρατηγική «From farm to fork». Πιστεύετε ότι αυτή η στρατηγική είναι ένα χρήσιμο εργαλείο και που μπορεί να εφαρμοστεί στην ευρωπαϊκή βιομηχανία φρέσκων φρούτων και λαχανικών;

Η στρατηγική «From farm to fork» είναι μια ευκαιρία να αναθεωρήσουμε το μεγαλύτερο μέρος της επισιτιστικής πολιτικής της ΕΕ. Αποτελεί μέρος της φιλοδοξίας της Πράσινης Συμφωνίας και για το σκοπό αυτό έχει θέσει μια σειρά από στόχους σε σχέση, μεταξύ άλλων, με τη μείωση των πιο επικίνδυνων φυτοφαρμάκων, τη μείωση των λιπασμάτων και την ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής με στόχο έως το 2030, το 25% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ να είναι βιολογικό. Στον τομέα των οπωροκηπευτικών το ταξίδι αειφορίας ξεκίνησε το τέλος του «περασμένου αιώνα» με την ανάπτυξη συστημάτων πιστοποίησης για ορθές γεωργικές πρακτικές όπως το EurepGAP και το GlobalGAP.

Επιπλέον, οι έμποροι λιανικής ανέπτυξαν επίσης τα δικά τους ιδιωτικά πρότυπα πηγαίνοντας συχνά πιο μακριά από τα ευρωπαϊκά. Φυσικά, η συζήτηση τώρα έχει ένα ευρύτερο πεδίο, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων όπως η βιοποικιλότητα, η διαχείριση των υδάτων, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα κλπ. Όλα αυτά θα απαιτήσουν την εφαρμογή νέων παραμέτρων και συστημάτων. Ελπίζουμε ότι θα εναρμονιστούν για να αποφευχθεί ο πολλαπλασιασμός των συστημάτων και συνεπώς το κόστος καθώς και η σύγχυση. Στο τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που έχει σημασία είναι να παράγεται αυτό που αναμένεται να μπορούν να αγοράσουν οι καταναλωτές και, επομένως, θα πρέπει να μιλάμε για μια στρατηγική «Από το πιάτο στο αγρόκτημα» (From fork to farm) και όχι «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» (Farm to Fork).

Φ.Κ.

Διαβάστε επίσης

Σχετικά Άρθρα