spot_img
spot_img

Στης ακρίβειας τον καιρό…

Δημοφιλές θέμα σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι τον τελευταίο καιρό αυτό της ακρίβειας. Το πρόβλημα είναι πράγματι υπαρκτό, ενώ η κυβέρνηση εξετάζει και προσπαθεί να πάρει διάφορα μέτρα για να συγκρατήσει τις τιμές σε βασικά προϊόντα.

Στο στόχαστρο της «ακρίβειας» έχουν μπει όλα τα αγροτικά προϊόντα, ενώ η συζήτηση γι’ αυτό το ζήτημα μόλις ξεκίνησε!

Πριν ξεκινήσουμε το σημερινό μας άρθρο, ας ξαναθυμηθούμε ορισμένους βασικούς και απαράβατους κανόνες, πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί, αναπτυχθεί και εξελιχθεί το  οικονομικό μας σύστημα, δηλαδή ο καπιταλισμός.

Πρώτος κανόνας είναι ότι οι τιμές στα αγαθά διαμορφώνονται βάση της «προσφοράς και της ζήτησης».

Δεύτερος κανόνας είναι ότι η αγορά διέπεται από κανόνες που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός.

Στη χώρα μας, «θεματοφύλακας» για την ομαλή λειτουργία της αγοράς, είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Αφού ξαναθυμηθήκαμε αυτές τις βασικές έννοιες που διέπουν την οικονομία μας, ας δούμε τώρα εάν λειτουργούν αυτοί οι δύο κανόνες στην οικονομία της χώρας μας.

Η προσφορά και η ζήτηση!

Οι άνθρωποι της αγοράς ξέρουν πολύ καλά τον κανόνα της «προσφοράς της ζήτησης»: αυτός είναι που οδήγησε στο να κινηθούν ανοδικά οι τιμές σε πολλά αγροτικά προϊόντα, καθώς η προσφορά τους έχει διαμορφωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα τελευταία 2 χρόνια.

Η κλιματική αλλαγή, αλλά και η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, είναι οι βασικές αιτίες για τη μείωση της προσφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο. Παράλληλα, έχουμε αύξηση της ζήτησης λόγω αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς και του βιοτικού επιπέδου των καταναλωτών σε πολλές χώρες του πλανήτη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τον παραπάνω κανόνα, είναι η εμπορική πορεία των ακτινιδίων στα 2 τελευταία χρόνια. Δηλαδή, την προπέρσινη χρονιά, που είχαμε αυξημένη παραγωγή και μειωμένη ζήτηση, οι τιμές παραγωγού διαμορφώθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ αντίθετα φέτος, λόγω μειωμένης προσφοράς και αυξημένης ζήτησης, οι τιμές παραγωγού θα διαμορφωθούν σε υψηλά επίπεδα.

Μπορούμε να αναφέρουμε πολλά τέτοια παραδείγματα από το χώρο των φρέσκων φρούτων και λαχανικών, τα οποία αποδεικνύουν ότι ο κανόνας της προσφοράς και της ζήτησης λειτουργεί ομαλά στη χώρα μας. Παράλληλα, οι όποιες προσπάθειες γίνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να «χειραγωγηθούν» οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα πέφτουν στο κενό, ή -στην καλύτερη περίπτωση- είναι βραχύβιες και αναποτελεσματικές.

Οι παρεκκλίσεις

Πολλά έχουν γραφτεί για το γεγονός ότι πληθώρα αγροτικών προϊόντων φτάνουν στο ράφι των λιανοπωλητών σε διπλάσια τιμή από αυτή του παραγωγού -κι αυτό είναι μία πραγματικότητα.

Από τις σελίδες του περιοδικού μας, έχει αναφερθεί πολλές φορές ότι μία βασική αιτία για τις υψηλές τιμές που κοστολογούνται τα προϊόντα στα ράφια των αλυσίδων -ιδίως στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά- είναι η εμπορική πολιτική που εφαρμόζουν οι περισσότερες αλυσίδες στη χώρα μας -και όχι μόνο.

Αυτή η εμπορική πολιτική έχει να κάνει με τα «πιστωτικά» που ζητούν από τους προμηθευτές τους οι αλυσίδες, με αποτέλεσμα οι προμηθευτές, προκειμένου να εισπράξουν την τιμή που ζητούν, να προχωρούν σε υπερτιμολόγηση των προϊόντων.

Όμως, η εμπορική πολιτική των αλυσίδων δεν σταματάει στα πιστωτικά σημειώματα, καθώς απαιτούν από τους προμηθευτές κι άλλες παροχές, όπως έκπτωση επί του τζίρου, ή   προμήθεια για το άνοιγμα νέων καταστημάτων -κι άλλα τέτοια ευφάνταστα. Τα προαναφερθέντα υπολογίζονται από τους προμηθευτές, διαμορφώνοντας έτσι την τελική τιμή του κάθε προϊόντος. Ωστόσο, όλες αυτές οι «απαιτήσεις» των αλυσίδων επηρεάζουν τη λιανική τιμή των προϊόντων, αποτελώντας ένα υποσύνολο λόγων για τις υψηλές τιμές που έχουν τα αγαθά στα ράφια των λιανοπωλητών.

Θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ώστε να γίνει κατανοητή απ’ όλους αυτή η εμπορική πολιτική των αλυσίδων:

Μία αλυσίδα ζητάει πιστωτικά σημειώματα από τους προμηθευτές της, της τάξης του 10%,  ενώ μαζί με τις διάφορες άλλες «απαιτήσεις», το ποσό των πιστωτικών αγγίζει τελικά το 15% επί της τιμής του προϊόντος. Έτσι, η τιμή των -για παράδειγμα- 80 λεπτών που ζητούσε ο προμηθευτής για το προϊόν, διαμορφώνεται στο τιμολόγιο στα 95 λεπτά, με τα επιπλέον 15 λεπτά να αφορούν τις «απαιτήσεις» των αλυσίδων.

Εάν τώρα πάνω σε αυτήν την τιμή προσθέσουμε ένα κέρδος 30% του λιανοπωλητή -που είναι λογικό- και 13% που είναι ο ΦΠΑ, τότε η λιανική τιμή του προϊόντος διαμορφώνεται  στα 1,40 ευρώ. Αν δεν υπήρχαν οι «απαιτήσεις των παροχών» από τις αλυσίδες, τότε η λιανική τιμή με τα ίδιο ποσοστό κέρδους και ΦΠΑ, θα διαμορφωνόταν στα 1,17 ευρώ.

Γνωστά όλα αυτά στους ανθρώπους της αγοράς, ενώ ελπίζουμε ότι τώρα τα έχουν μάθει και όσοι δεν τα ήξεραν!

Οι θεματοφύλακες!

Όπως είπαμε όμως στην αρχή αυτού του άρθρου, η αγορά διέπεται από κανόνες για να λειτουργεί σωστά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ( Ε.Α.) είναι επιφορτισμένη να ελέγχει αν αυτοί οι κανόνες τηρούνται από τις επιχειρήσεις ή τα άτομα που επιχειρούν στην αγορά.

Στις 9/10/2023, η Ε.Α. εξέδωσε μία ανακοίνωση σχετικά με το θέμα της ακρίβειας, απευθυνόμενη προς τους παραγωγούς και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα, η οποία μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι:

«Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, ερευνά -αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας- εάν υπάρχει:

  • Καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 3959/201, ή/και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.»

Ακολούθως, η ίδια ανακοίνωση προχωράει στη διευκρίνιση του παραπάνω άρθρου, δίνοντας το εξής παράδειγμα:

«Παράδειγμα: η υπερτιμολόγηση προϊόντων, εφόσον (α) η υπερτιμολόγηση εφαρμόζεται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, και (β) η τιμή πώλησης είναι δυσανάλογη προς την οικονομική αξία της προσφερόμενης παροχής, η δε δυσαναλογία αυτή εκτιμάται βάσει συγκεκριμένων και αυστηρών κριτηρίων, που έχει θεσπίσει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Ιδού η Ρόδος λοιπόν

Εύλογα επομένως γεννάται το ερώτημα: Γιατί τόσα χρόνια δεν έχει παρέμβει η Ε.Α., για να σταματήσει τα πιστωτικά σημειώματα και τις λοιπές παροχές που απαιτούν οι αλυσίδες  των σούπερ μάρκετ από τους προμηθευτές τους, και οι οποίες όπως αποδείξαμε πιο πάνω οδηγούν σε υπερτιμολόγηση, με αποτέλεσμα οι τιμές των προϊόντων να διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα;

Δεν εμπίπτει το παραπάνω στο άρθρο 2 του ν.3959/2011;

Εάν δεν γνώριζαν μέχρι σήμερα αυτήν την εμπορική πολιτική των αλυσίδων, μετά από τη σημερινή δημοσίευση του παρόντος άρθρου το γνωρίζουν. Κατά συνέπεια, πρέπει να δράσουν αναλόγως και να επιβάλλουν στις αλυσίδες να σταματήσουν να ζητούν πιστωτικά σημειώματα κι άλλες παροχές από τους προμηθευτές των φρέσκων φρούτων και λαχανικών.

Ας κάνει λοιπόν το καθήκον της ως ανεξάρτητη αρχή η Ε.Α., κι ας «σφυρίζει» και κανένα «πέναλτι» στους ισχυρούς παίκτες της οικονομίας, οι οποίοι έχουν και το μαχαίρι και το καρπούζι. Αντίθετα δε, ας αφήσει στην άκρη τις «ανακοινώσεις» και τα «παραδείγματα» προς τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που έχουν στόχο να τους κάνουν να πουλήσουν φθηνά τα προϊόντα τους.

                                                                                                                              

Τάκης Ορφανός,

Εκδότης Περιοδικού Φρουτονέα

takis@froutonea.gr

spot_img

Διαβάστε επίσης

Σχετικά Άρθρα

spot_img